Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρηστοήθεια οι χρηστοήθειες
      γενική της χρηστοήθειας των χρηστοηθειών
    αιτιατική τη χρηστοήθεια τις χρηστοήθειες
     κλητική χρηστοήθεια χρηστοήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηστοήθεια < (ελληνιστική κοινήχρηστοήθεια < αρχαία ελληνική χρηστοήθης < χρηστός + ἦθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾi.stoˈi.θi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρηστοήθεια θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία