↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χρηστοήθης το χρηστόηθες
      γενική του/της χρηστοήθους* του χρηστοήθους
    αιτιατική τον/τη χρηστοήθη το χρηστόηθες
     κλητική χρηστοήθη χρηστόηθες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηστοήθεις τα χρηστοήθη
      γενική των χρηστοήθων των χρηστοήθων
    αιτιατική τους/τις χρηστοήθεις τα χρηστοήθη
     κλητική χρηστοήθεις χρηστοήθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρηστοήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρηστοήθης < χρηστ(ός) + -ο- + -ήθης (ήθος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾi.stoˈi.θis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρη‐στο‐ή‐θης
ομόηχο: χρηστοήθεις

  Επίθετο

επεξεργασία

χρηστοήθης, -ης, χρηστόηθες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χρηστοηθεσ-
ονομαστική / χρηστοήθης τὸ χρηστόηθες
      γενική τοῦ/τῆς χρηστοήθους τοῦ χρηστοήθους
      δοτική τῷ/τῇ χρηστοήθει τῷ χρηστοήθει
    αιτιατική τὸν/τὴν χρηστοήθη τὸ χρηστόηθες
     κλητική ! χρηστόηθες χρηστόηθες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρηστοήθεις τὰ χρηστοήθη
      γενική τῶν χρηστοήθων τῶν χρηστοήθων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρηστοήθεσ(ν) τοῖς χρηστοήθεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρηστοήθεις τὰ χρηστοήθη
     κλητική ! χρηστοήθεις χρηστοήθη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρηστοήθει τὼ χρηστοήθει
      γεν-δοτ τοῖν χρηστοήθοιν τοῖν χρηστοήθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρηστοήθης < χρηστ(ός) + -ο- + -ήθης

  Επίθετο

επεξεργασία

χρηστοήθης, -ης, χρηστόηθες

Συγγενικά

επεξεργασία