Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηθολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηθολογικ
ός
η
ηθολογικ
ή
το
ηθολογικ
ό
γενική
του
ηθολογικ
ού
της
ηθολογικ
ής
του
ηθολογικ
ού
αιτιατική
τον
ηθολογικ
ό
την
ηθολογικ
ή
το
ηθολογικ
ό
κλητική
ηθολογικ
έ
ηθολογικ
ή
ηθολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηθολογικ
οί
οι
ηθολογικ
ές
τα
ηθολογικ
ά
γενική
των
ηθολογικ
ών
των
ηθολογικ
ών
των
ηθολογικ
ών
αιτιατική
τους
ηθολογικ
ούς
τις
ηθολογικ
ές
τα
ηθολογικ
ά
κλητική
ηθολογικ
οί
ηθολογικ
ές
ηθολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηθολογικός
<
ηθολόγος
/
ηθολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ηθολογικός
σχετικός με την
ηθολογία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ηθολόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηθολογικός
γαλλικά
:
éthologique
(fr)