Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.tɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éthologique éthologiques

éthologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηθολογικός
  2. σχετικός με την εθολογία

Συγγενικά

επεξεργασία