éthologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- éthologiste < éthologue < éthologie
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.tɔ.lɔ.ʒist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éthologiste | éthologistes |
éthologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
éthologiste | éthologistes |
éthologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό