compelling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcompelling (en)
- υποχρεωτικός, εξαναγκαστικός
- compelling reasons - εξαναγκαστική αιτία
- (κάτι που με υποχρεώνει να μην κάνω κάτι άλλο που είχα προβλέψει)
- compelling reasons - εξαναγκαστική αιτία
- συναρπαστικός, ενδιαφέρων
- ⮡ The film was compelling.
- Η ταινία ήταν συναρπαστική.
- ≈ συνώνυμα: fascinating, gripping, irresistible, enchanting
- ⮡ The film was compelling.
- δραστικός, αποτελεσματικός
- πειστικός, αδιάσειστος
- ⮡ compelling evidence
- αδιάσειστα στοιχεία
- ≈ συνώνυμα: conclusive, convincing, irrefutable, persuasive
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcompelling (en)