Επίθετο

επεξεργασία

compelling (en)

  1. υποχρεωτικός, εξαναγκαστικός
    compelling reasons - εξαναγκαστική αιτία
    (κάτι που με υποχρεώνει να μην κάνω κάτι άλλο που είχα προβλέψει)
  2. συναρπαστικός, ενδιαφέρων
    ⮡  The film was compelling.
    Η ταινία ήταν συναρπαστική.
     συνώνυμα: fascinating, gripping, irresistible, enchanting
  3. δραστικός, αποτελεσματικός
    ⮡  compelling methods
    αποτελεσματικές μέθοδοι
     συνώνυμα: forceful
  4. πειστικός, αδιάσειστος
    ⮡  compelling evidence
    αδιάσειστα στοιχεία
     συνώνυμα: conclusive, convincing, irrefutable, persuasive

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

compelling (en)