Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξελογιαστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξελογιαστ
ής
οι
ξελογιαστ
ές
γενική
του
ξελογιαστ
ή
των
ξελογιαστ
ών
αιτιατική
τον
ξελογιαστ
ή
τους
ξελογιαστ
ές
κλητική
ξελογιαστ
ή
ξελογιαστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξελογιαστής
<
ξελογιάζω
+
-της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξελογιαστής
αρσενικό
,
ξελογιάστρα
θηλυκό
αυτός που
ξελογιάζει
, που
παρασύρει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξελογιαστής
αγγλικά
:
enchanter
(en)