ξελογιάστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξελογιάστρα < ξελογιαστής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξελογιάστρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ξελογιαστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξελογιάστρα
ξελογιάστρα θηλυκό