Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξελογιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξελογιασμέν
ος
η
ξελογιασμέν
η
το
ξελογιασμέν
ο
γενική
του
ξελογιασμέν
ου
της
ξελογιασμέν
ης
του
ξελογιασμέν
ου
αιτιατική
τον
ξελογιασμέν
ο
την
ξελογιασμέν
η
το
ξελογιασμέν
ο
κλητική
ξελογιασμέν
ε
ξελογιασμέν
η
ξελογιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξελογιασμέν
οι
οι
ξελογιασμέν
ες
τα
ξελογιασμέν
α
γενική
των
ξελογιασμέν
ων
των
ξελογιασμέν
ων
των
ξελογιασμέν
ων
αιτιατική
τους
ξελογιασμέν
ους
τις
ξελογιασμέν
ες
τα
ξελογιασμέν
α
κλητική
ξελογιασμέν
οι
ξελογιασμέν
ες
ξελογιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξελογιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξελογιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
ξελογιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξελογιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξελογιασμένος
γαλλικά
:
séduit
(fr)