παραστρατώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραστρατώ < μεσαιωνική ελληνική παραστρατῶ < παραστρατίζω < παρά + ελληνιστική κοινή στράτα < λατινική strata < stratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sterno < πρωτοϊταλική *stornō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *str̥-n-h₃- < *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)
Ρήμα επεξεργασία
παραστρατώ
- ξεφεύγω, παρεκκλίνω από τους γενικότερους ή τους προσωπικούς ηθικούς κανόνες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απαραστράτιστος
- παραστράτημα
- παραστρατηματάκι
- παραστρατημένος
- παραστράτισμα
- → δείτε τις λέξεις παρά και στράτα