ψυχοπλάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ψυχοπλάνος, -α, -ο
- που (παρα)πλανά την ψυχή
- Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό — είδε το φέγγος των ματιών που την αγκάλιαζε κ’ είδε και τα δυο τα χέρια να σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν... και τους συνεπήρε το ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή — όπως ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις γλυκειές τις πεταλούδες... (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα/Δ)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχοπλάνος