↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαραγωγή οι συμπαραγωγές
      γενική της συμπαραγωγής των συμπαραγωγών
    αιτιατική τη συμπαραγωγή τις συμπαραγωγές
     κλητική συμπαραγωγή συμπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαραγωγή (μαρτυρείται από το 1859) [1] < συμ- + παραγωγή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coproduction [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.ba.ɾa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐ρα‐γω‐γή
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πα‐ρα‐γω‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπαραγωγή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 946, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. συμπαραγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας