Δείτε επίσης: συμπαράγωγος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συμπαραγωγός οι συμπαραγωγοί
      γενική του/της συμπαραγωγού των συμπαραγωγών
    αιτιατική τον/τη συμπαραγωγό τους/τις συμπαραγωγούς
     κλητική συμπαραγωγέ συμπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαραγωγός < συμ- + -παραγωγός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coproducer[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coproducteur[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.ba.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐ρα‐γω‐γός
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πα‐ρα‐γω‐γός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 συμπαραγωγόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)