συμπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαραγωγός < συμ- + -παραγωγός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coproducer[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coproducteur[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρα‐γω‐γός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- παραγωγός, συνήθως βιομηχανικός, κινηματογραφικός ή τηλεοπτικός, που συμβάλλει ή συνεργάζεται με άλλους για τη παραγωγή ενός προϊόντος
- ⮡ οι συμπαραγωγοί της ταινίας, συμφώνησαν να αυξήσουν τον προϋπολογισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- συμπαραγωγή
- συμπαράγωγο
- συμπαράγωγος
- → δείτε τις λέξεις συν, παράγω και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπαραγωγός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 συμπαραγωγός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)