Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπαραγωγικός η αντιπαραγωγική το αντιπαραγωγικό
      γενική του αντιπαραγωγικού της αντιπαραγωγικής του αντιπαραγωγικού
    αιτιατική τον αντιπαραγωγικό την αντιπαραγωγική το αντιπαραγωγικό
     κλητική αντιπαραγωγικέ αντιπαραγωγική αντιπαραγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπαραγωγικοί οι αντιπαραγωγικές τα αντιπαραγωγικά
      γενική των αντιπαραγωγικών των αντιπαραγωγικών των αντιπαραγωγικών
    αιτιατική τους αντιπαραγωγικούς τις αντιπαραγωγικές τα αντιπαραγωγικά
     κλητική αντιπαραγωγικοί αντιπαραγωγικές αντιπαραγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπαραγωγικός < (σημασιολογικό δάνειο) την αγγλική counterproductive

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπαραγωγικός

  • που δεν βοηθάει ή που δυσκολεύει την παραγωγή ή την εξέλιξη μιας εργασίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία