αντιπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπαραγωγικός < (σημασιολογικό δάνειο) την αγγλική counterproductive
Επίθετο
επεξεργασίααντιπαραγωγικός
- που δεν βοηθάει ή που δυσκολεύει την παραγωγή ή την εξέλιξη μιας εργασίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπαραγωγικός