Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπαραγωγή οι υπερπαραγωγές
      γενική της υπερπαραγωγής των υπερπαραγωγών
    αιτιατική την υπερπαραγωγή τις υπερπαραγωγές
     κλητική υπερπαραγωγή υπερπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερπαραγωγή < υπερ- + παραγωγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overproduction)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπαραγωγή θηλυκό

  1. (οικονομία) η παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντων από αυτήν που μπορεί να απορροφήσει η αγορά
    σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση, οι περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής είναι αναπόφευκτες στην καπιταλιστική οικονομία
  2. εντυπωσιακή θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική ταινία με πολύ υψηλό κόστος παραγωγής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία