overproduction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- overproduction < over- + production
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoverproduction (en) (μη μετρήσιμο)
- η υπερπαραγωγή, η παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντων από αυτήν που μπορεί να απορροφήσει η αγορά
- ⮡ They throw fruit in landfills when there is overproduction.
- Ρίχνουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.
- ⮡ They throw fruit in landfills when there is overproduction.