Ετυμολογία

επεξεργασία
surproduction < sur- + production

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /syʁ.pʁɔ.dyl.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
surproduction surproductions

surproduction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία