φαντασμαγορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαντασμαγορία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική fantasmagorie < αρχαία ελληνική φάντασμα (< φαντάζω < φαίνω) + allégorie (< αρχαία ελληνική ἀλληγορία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαντασμαγορία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαντασμαγορία