Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαντάζω < αρχαία ελληνική φαντάζω (φανερώνω)

  Ρήμα επεξεργασία

φαντάζω

  1. εντυπωσιάζω με την εμφάνισή μου
    Πώς φαντάζω με το νυφικό;
  2. στο τρίτο πρόσωπο, ως απρόσωπο (φαντάζει) έχει την έννοια του μοιάζει, φαίνεται
    Φαντάζει απίθανο να έρθει πια τέτοια ώρα
    Τώρα πιά φαντάζει παράδοξο να συμφωνήσει

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία