φαντάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαντάζω < αρχαία ελληνική φαντάζω (φανερώνω)
Ρήμα
επεξεργασίαφαντάζω
- εντυπωσιάζω με την εμφάνισή μου
- Πώς φαντάζω με το νυφικό;
- στο τρίτο πρόσωπο, ως απρόσωπο (φαντάζει) έχει την έννοια του μοιάζει, φαίνεται
- Φαντάζει απίθανο να έρθει πια τέτοια ώρα
- Τώρα πιά φαντάζει παράδοξο να συμφωνήσει
Συγγενικά
επεξεργασία- φαντάζομαι
- φανταχτερός
- → δείτε τη λέξη φαντασία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φαντάζω | φάνταζα | θα φαντάζω | να φαντάζω | φαντάζοντας | |
β' ενικ. | φαντάζεις | φάνταζες | θα φαντάζεις | να φαντάζεις | φάνταζε | |
γ' ενικ. | φαντάζει | φάνταζε | θα φαντάζει | να φαντάζει | ||
α' πληθ. | φαντάζουμε | φαντάζαμε | θα φαντάζουμε | να φαντάζουμε | ||
β' πληθ. | φαντάζετε | φαντάζατε | θα φαντάζετε | να φαντάζετε | φαντάζετε | |
γ' πληθ. | φαντάζουν(ε) | φάνταζαν φαντάζαν(ε) |
θα φαντάζουν(ε) | να φαντάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φάνταξα | θα φαντάξω | να φαντάξω | φαντάξει | ||
β' ενικ. | φάνταξες | θα φαντάξεις | να φαντάξεις | φάνταξε | ||
γ' ενικ. | φάνταξε | θα φαντάξει | να φαντάξει | |||
α' πληθ. | φαντάξαμε | θα φαντάξουμε | να φαντάξουμε | |||
β' πληθ. | φαντάξατε | θα φαντάξετε | να φαντάξετε | φαντάξτε | ||
γ' πληθ. | φάνταξαν φαντάξαν(ε) |
θα φαντάξουν(ε) | να φαντάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φαντάξει | είχα φαντάξει | θα έχω φαντάξει | να έχω φαντάξει | ||
β' ενικ. | έχεις φαντάξει | είχες φαντάξει | θα έχεις φαντάξει | να έχεις φαντάξει | ||
γ' ενικ. | έχει φαντάξει | είχε φαντάξει | θα έχει φαντάξει | να έχει φαντάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φαντάξει | είχαμε φαντάξει | θα έχουμε φαντάξει | να έχουμε φαντάξει | ||
β' πληθ. | έχετε φαντάξει | είχατε φαντάξει | θα έχετε φαντάξει | να έχετε φαντάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φαντάξει | είχαν φαντάξει | θα έχουν φαντάξει | να έχουν φαντάξει |
|