détacher
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- détacher < destachier < attacher < παλαιά γαλλική tache (συνδετήρας)
- détacher < tache
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
détacher (fr) (μεταβατικό)
Συγγενικά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
détacher (fr)