φαντασμαγορικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαντασμαγορικά < φαντασμαγορικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαφαντασμαγορικά
- με φαντασμαγορικό τρόπο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαντασμαγορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (φαντασμαγορικό) του φαντασμαγορικός