παραγωγικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγωγικότητα < παραγωγικός + -ότητα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραγωγικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η ικανότητα του παραγωγικού
- (οικονομία) το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής σε σχέση με τα μέσα, τις συνθήκες και τους όρους παραγωγής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παραγωγικός, παραγωγός, παράγω και άγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγωγικότητα