↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγωγικότητα οι παραγωγικότητες
      γενική της παραγωγικότητας των παραγωγικοτήτων
    αιτιατική την παραγωγικότητα τις παραγωγικότητες
     κλητική παραγωγικότητα παραγωγικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραγωγικότητα < παραγωγικός + -ότητα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣo.ʝiˈko.ti.ta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραγωγικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η ικανότητα του παραγωγικού
  2. (οικονομία) το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής σε σχέση με τα μέσα, τις συνθήκες και τους όρους παραγωγής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία