ανοσολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοσολογία < άνοσος + -ο- + -λογία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική immunologie)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοσολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρικός κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς του ανοσοποιητικού συστήματος ενός οργανισμού
Συγγενικά επεξεργασία
- ανοσολογικός
- → δείτε τις λέξεις νόσος και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοσολογία