ανοσοανεπάρκεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοσοανεπάρκεια < απόδοση του όρου immunodeficiency, μορφολογικά αναλύεται άνοσ(ος) + -ο- + ανεπάρκεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοσοανεπάρκεια θηλυκό
- η ανεπαρκής λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοσοανεπάρκεια