↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοσοϊστοχημικός η ανοσοϊστοχημική το ανοσοϊστοχημικό
      γενική του ανοσοϊστοχημικού της ανοσοϊστοχημικής του ανοσοϊστοχημικού
    αιτιατική τον ανοσοϊστοχημικό την ανοσοϊστοχημική το ανοσοϊστοχημικό
     κλητική ανοσοϊστοχημικέ ανοσοϊστοχημική ανοσοϊστοχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοσοϊστοχημικοί οι ανοσοϊστοχημικές τα ανοσοϊστοχημικά
      γενική των ανοσοϊστοχημικών των ανοσοϊστοχημικών των ανοσοϊστοχημικών
    αιτιατική τους ανοσοϊστοχημικούς τις ανοσοϊστοχημικές τα ανοσοϊστοχημικά
     κλητική ανοσοϊστοχημικοί ανοσοϊστοχημικές ανοσοϊστοχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοσοϊστοχημικός < άνοσος + ιστοχημικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανοσοϊστοχημικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία