ανοσοϊστοχημικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοσοϊστοχημικός < άνοσος + ιστοχημικός
Επίθετο
επεξεργασίαανοσοϊστοχημικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον ιστοχημικό έλεγχο άνοσων νοσημάτων ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανοσοϊστοχημικός
|