• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

morbus

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Λατινικά (la)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Παράγωγα
      • 1.1.2 Κλίση
    • 1.2 Πηγές

Λατινικά (la)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

morbus (la) αρσενικό

  1. αρρώστια, ασθένεια, νόσος
  2. θλίψη, στενοχώρια

Παράγωγα

επεξεργασία
  • morbidus
  • morbifer
  • morbiferus
  • morbificō
  • Morbōnia
  • morbōsus
  • Morbōvia

Κλίση

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική morbus morbī
γενική morbī morbōrum
δοτική morbō morbīs
αιτιατική morbum morbōs
κλητική morbe morbī
αφαιρετική morbō morbīs
(β' κλίση)

Πηγές

επεξεργασία
  • morbus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=morbus&oldid=6913789"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Ιουλίου 2024, στις 13:40

Γλώσσες

    • Català
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Italiano
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Latina
    • ລາວ
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Svenska
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Ιουλίου 2024, στις 13:40. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας