morbus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmorbus (la) αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | morbus | morbī |
γενική | morbī | morbōrum |
δοτική | morbō | morbīs |
αιτιατική | morbum | morbōs |
κλητική | morbe | morbī |
αφαιρετική | morbō | morbīs |
Πηγές
επεξεργασία- morbus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.