choroba
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | choroba | choroby |
γενική | choroby | chorób |
δοτική | chorobie | chorobom |
αιτιατική | chorobę | choroby |
οργανική | chorobą | chorobami |
τοπική | chorobie | chorobach |
κλητική | chorobo | choroby |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
choroba (pl) θηλυκό
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη chorować
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
choroba (cs) θηλυκό