ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νοσοκομεῖον τὰ νοσοκομεῖ
      γενική τοῦ νοσοκομείου τῶν νοσοκομείων
      δοτική τῷ νοσοκομεί τοῖς νοσοκομείοις
    αιτιατική τὸ νοσοκομεῖον τὰ νοσοκομεῖ
     κλητική ! νοσοκομεῖον νοσοκομεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νοσοκομείω
γεν-δοτ τοῖν  νοσοκομείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσοκομεῖον < νοσοκόμ(ος) + -εῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε νοσο- + -κομεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νοσοκομεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία