Krankheit
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Krankheit | die | Krankheiten |
γενική | der | Krankheit | der | Krankheiten |
δοτική | der | Krankheit | den | Krankheiten |
αιτιατική | die | Krankheit | die | Krankheiten |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαKrankheit (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη krank