νοσοκομειακό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νοσοκομειακό ουδέτερο
- όχημα που μεταφέρει έναν ασθενή στο νοσοκομείο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νοσοκόμος
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
νοσοκομειακό
- νοσοκομειακός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του νοσοκομειακός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νοσοκομειακό
|