αρχινοσοκόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχινοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχινοσοκόμα)
αρχινοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχινοσοκόμα)