malsanulejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- malsanulejo < malsanul(o) + -ej- + -o
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /malsanuˈlejo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsanulejo | malsanulejoj |
αιτιατική | malsanulejon | malsanulejojn |
malsanulejo (eo)
- το νοσοκομείο