ενικός         πληθυντικός  
hospital hospitals

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

hospital (en)

  • το νοσοκομείο
      He came out of the hospital cured and healthy as before.
    Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
      The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
    Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης φαρμάκων.
      the hospital charges/expenses - τα νοσήλια



Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία