hospital
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hospital | hospitals |
Ετυμολογία
επεξεργασία- hospital < παλαιά γαλλικά hospital < λατινική hospitalis < hospes
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhospital (en)
- το νοσοκομείο
- ⮡ He came out of the hospital cured and healthy as before.
- Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
- ⮡ The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
- Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης φαρμάκων.
- ⮡ the hospital charges/expenses - τα νοσήλια
- ⮡ He came out of the hospital cured and healthy as before.
Πηγές
επεξεργασία- hospital - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 591. ISBN 9780194325684., λήμμα: νοσήλια
Ιντερλίνγκουα (ia)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhospital (ia)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhospital (es)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhospital (pt)