ambulance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ambulance | ambulances |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαambulance (en)
- (μέσο μεταφορών) το ασθενοφόρο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαambulance (fr)
- το ασθενοφόρο
ενικός | πληθυντικός |
ambulance | ambulances |
ambulance (en)
ambulance (fr)