Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασθενώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασθενώ
<
αρχαία ελληνική
ἀσθενέω
/
ἀσθενῶ
Ρήμα
επεξεργασία
ασθενώ
(
λόγιο
)
είμαι
άρρωστος
,
νοσώ
Εξαιτίας της
γρίπης
, όλη η οικογένειά μας
νόσησε
2 φορές φέτος.
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ασθενής
και
σθένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασθενώ
→
δείτε
τη λέξη
νοσώ