Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀσθενέω < ἀσθενής

  Ρήμα επεξεργασία

ἀσθενέω - ἀσθενῶ (συνηρημένο)

  • τό τε θέρος καὶ τὸν χειμῶνα διατελέσαι αὐτόθι τοὺς ἀσθενοῦντας ἀνακτώμενος : το καλοκαίρι και το χειμώνα έμεινε εκεί για να αναλάβουν δυνάμεις οι ασθενείς (Στραβ. Γεωγρ. 16.4.24)
  • νόσῳ τε γὰρ ἐπιέζοντο κατ᾽ ἀμφότερα, τῆς τε ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα, καὶ τὸ χωρίον ἅμα ἐν ᾧ ἐστρατοπεδεύοντο : γιατί τους καταπονούσαν αρρώστιες για δύο λόγους, ο ένας ήταν η εποχή του έτους που ήταν τέτοια στην οποία αρρωσταίνουν συχνότερα οι άνθρωποι και ο άλλος ήταν ο τόπος στον οποίο είχαν στρατοπεδεύσει (Θουκ. Πελοπ. Πόλ. 7.47)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  • ἀσθενής εἰμί