ασθενέστερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασθενέστερος < συγκριτικός βαθμός του ασθενής και του ασθενικός, αλλά και άλλων με δύσχρηστα παραθετικά (π.χ. του αδύναμος, ανίσχυρος)
Επίθετο επεξεργασία
ασθενέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο ασθενικός, πιο εξασθενημένος, πιο αδύναμος σε σύγκριση με άλλους, σε σύγκριση με το κανονικό, σε σύγκριση με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
- Σε κάθε επιδρομή κατά του βιοτικού επιπέδου ακολουθεί η μόνιμη επωδός, ότι θα εξαιρεθούν οι οικονομικά ασθενέστεροι.
- πιο άτονος ή λιγότερο έντονος, μικρότερης ισχύος
- Τώρα οι ενδείξεις είναι ασθενέστερες στο Τσέρνομπιλ, όμως η ραδιενέργεια δεν έχει εξαφανιστεί
- Οι παλμοί του γίνονται ασθενέστεροι, πάρε εντολή από το διευθυντή να ξαναβάλουμε τον άνθρωπο στην εντατική
- Μετά την κύρια δόνηση ακολούθησε άλλη ασθενέστερη της τάξης των 3 Ρίχτερ.
Σημειώσεις επεξεργασία
- δεν αφορά στο ουσιαστικό ασθενής (ο άρρωστος)
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ασθενέστερα (επίρρημα)