Δείτε επίσης: ἀσθενέστερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενέστερος η ασθενέστερη το ασθενέστερο
      γενική του ασθενέστερου της ασθενέστερης του ασθενέστερου
    αιτιατική τον ασθενέστερο την ασθενέστερη το ασθενέστερο
     κλητική ασθενέστερε ασθενέστερη ασθενέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενέστεροι οι ασθενέστερες τα ασθενέστερα
      γενική των ασθενέστερων των ασθενέστερων των ασθενέστερων
    αιτιατική τους ασθενέστερους τις ασθενέστερες τα ασθενέστερα
     κλητική ασθενέστεροι ασθενέστερες ασθενέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασθενέστερος < συγκριτικός βαθμός του ασθενής και του ασθενικός, αλλά και άλλων με δύσχρηστα παραθετικά (π.χ. του αδύναμος, ανίσχυρος)

  Επίθετο επεξεργασία

ασθενέστερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο ασθενικός, πιο εξασθενημένος, πιο αδύναμος σε σύγκριση με άλλους, σε σύγκριση με το κανονικό, σε σύγκριση με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
    Σε κάθε επιδρομή κατά του βιοτικού επιπέδου ακολουθεί η μόνιμη επωδός, ότι θα εξαιρεθούν οι οικονομικά ασθενέστεροι.
  2. πιο άτονος ή λιγότερο έντονος, μικρότερης ισχύος
    Τώρα οι ενδείξεις είναι ασθενέστερες στο Τσέρνομπιλ, όμως η ραδιενέργεια δεν έχει εξαφανιστεί
    Οι παλμοί του γίνονται ασθενέστεροι, πάρε εντολή από το διευθυντή να ξαναβάλουμε τον άνθρωπο στην εντατική
    Μετά την κύρια δόνηση ακολούθησε άλλη ασθενέστερη της τάξης των 3 Ρίχτερ.

Σημειώσεις επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία