Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.zɔ.te.ʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exotérique exotériques

exotérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό