Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
abroad
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
abroad
<
μέση αγγλική
abrood
<
a-
+
brood
Επίρρημα
επεξεργασία
abroad
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
στο
εξωτερικό
↪
I am studying/traveling
abroad
.
Σπουδάζω/Ταξιδεύω
στο εξωτερικό
.
≈
συνώνυμα
:
overseas
Πηγές
επεξεργασία
abroad
-
Oxford Learner's Dictionaries