Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανοίγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξανοίγω / ἀξανοίγω < ἐξανοίγω με αποβολή, σίγηση του αρχικού φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἐξανοίγω[1] (ανοίγω ολότελα). Συγχρονικά αναλύεται σε ξ- + ανοίγω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksaˈni.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξα‐νοί‐γω

  Ρήμα επεξεργασία

ξανοίγω, αόρ.: ξάνοιξα, παθ.φωνή: ξανοίγομαι, π.αόρ.: ξανοίχτηκα, μτχ.π.π.: ξανοιγμένος

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

 
Μπλουζάκι με στάμπα δημοφιλούς κρητικής έκφρασης με χρήση του ιδιωματικού ρήματος ξανοίγω

ξανοίγω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ξανοίγω Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1349.
  3. 3,0 3,1 Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 979.
  4. Έρικα Τζαγκαράκη, «Κρητική διάλεκτος και κρητικό γλωσσάρι», Alfavita.gr (19 Φεβρουαρίου 2016)· πρόσβαση: 2021-07-27.
  5. Βλ. καταχώριση «Ξανοίω», στο: Γεώργιος Ν. Καζαβής, Νισύρου λαογραφικά (Νέα Υόρκη: D.C. Dirvy Publishers, 1940), σ. 193, όπου και ορισμός: «(εξανοίγω)· παρατηρώ μετά περιεργείας, εξετάζω».

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)