ξανοίγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανοίγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξανοίγω / ἀξανοίγω < ἐξανοίγω με αποβολή, σίγηση του αρχικού φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἐξανοίγω[1] (ανοίγω ολότελα). Συγχρονικά αναλύεται σε ξ- + ανοίγω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksaˈni.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐νοί‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαξανοίγω, αόρ.: ξάνοιξα, παθ.φωνή: ξανοίγομαι, π.αόρ.: ξανοίχτηκα, μτχ.π.π.: ξανοιγμένος
- (μεταβατικό και αμετάβατο)
- (γενικότερα) ανοίγω τελείως,[2] γίνομαι διαυγής[3]
- (ειδικότερα για χρώματα) κάνω πιο ανοιχτό, πιο φωτεινό
- (ειδικότερα για τον καιρό, στο τρίτο πρόσωπο) → δείτε τη λέξη ξανοίγει καλυτερεύω, καλοσυνεύω, ξαστερώνω
- (στην παθητική φωνή) → δείτε τη λέξη ξανοίγομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- ξάνοιγμα
- ξανοιγμένος
- ξανοιχτικός (προφορικό)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανοίγω | ξάνοιγα | θα ξανοίγω | να ξανοίγω | ξανοίγοντας | |
β' ενικ. | ξανοίγεις | ξάνοιγες | θα ξανοίγεις | να ξανοίγεις | ξάνοιγε | |
γ' ενικ. | ξανοίγει | ξάνοιγε | θα ξανοίγει | να ξανοίγει | ||
α' πληθ. | ξανοίγουμε | ξανοίγαμε | θα ξανοίγουμε | να ξανοίγουμε | ||
β' πληθ. | ξανοίγετε | ξανοίγατε | θα ξανοίγετε | να ξανοίγετε | ξανοίγετε | |
γ' πληθ. | ξανοίγουν(ε) | ξάνοιγαν ξανοίγαν(ε) |
θα ξανοίγουν(ε) | να ξανοίγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάνοιξα | θα ξανοίξω | να ξανοίξω | ξανοίξει | ||
β' ενικ. | ξάνοιξες | θα ξανοίξεις | να ξανοίξεις | ξάνοιξε | ||
γ' ενικ. | ξάνοιξε | θα ξανοίξει | να ξανοίξει | |||
α' πληθ. | ξανοίξαμε | θα ξανοίξουμε | να ξανοίξουμε | |||
β' πληθ. | ξανοίξατε | θα ξανοίξετε | να ξανοίξετε | ξανοίξτε | ||
γ' πληθ. | ξάνοιξαν ξανοίξαν(ε) |
θα ξανοίξουν(ε) | να ξανοίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανοίξει | είχα ξανοίξει | θα έχω ξανοίξει | να έχω ξανοίξει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανοίξει | είχες ξανοίξει | θα έχεις ξανοίξει | να έχεις ξανοίξει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανοίξει | είχε ξανοίξει | θα έχει ξανοίξει | να έχει ξανοίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανοίξει | είχαμε ξανοίξει | θα έχουμε ξανοίξει | να έχουμε ξανοίξει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανοίξει | είχατε ξανοίξει | θα έχετε ξανοίξει | να έχετε ξανοίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανοίξει | είχαν ξανοίξει | θα έχουν ξανοίξει | να έχουν ξανοίξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανοίγομαι | ξανοιγόμουν(α) | θα ξανοίγομαι | να ξανοίγομαι | ||
β' ενικ. | ξανοίγεσαι | ξανοιγόσουν(α) | θα ξανοίγεσαι | να ξανοίγεσαι | ||
γ' ενικ. | ξανοίγεται | ξανοιγόταν(ε) | θα ξανοίγεται | να ξανοίγεται | ||
α' πληθ. | ξανοιγόμαστε | ξανοιγόμαστε ξανοιγόμασταν |
θα ξανοιγόμαστε | να ξανοιγόμαστε | ||
β' πληθ. | ξανοίγεστε | ξανοιγόσαστε ξανοιγόσασταν |
θα ξανοίγεστε | να ξανοίγεστε | (ξανοίγεστε) | |
γ' πληθ. | ξανοίγονται | ξανοίγονταν ξανοιγόντουσαν |
θα ξανοίγονται | να ξανοίγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανοίχτηκα | θα ξανοιχτώ | να ξανοιχτώ | ξανοιχτεί | ||
β' ενικ. | ξανοίχτηκες | θα ξανοιχτείς | να ξανοιχτείς | ξανοίξου | ||
γ' ενικ. | ξανοίχτηκε | θα ξανοιχτεί | να ξανοιχτεί | |||
α' πληθ. | ξανοιχτήκαμε | θα ξανοιχτούμε | να ξανοιχτούμε | |||
β' πληθ. | ξανοιχτήκατε | θα ξανοιχτείτε | να ξανοιχτείτε | ξανοιχτείτε | ||
γ' πληθ. | ξανοίχτηκαν ξανοιχτήκαν(ε) |
θα ξανοιχτούν(ε) | να ξανοιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξανοιχτεί | είχα ξανοιχτεί | θα έχω ξανοιχτεί | να έχω ξανοιχτεί | ξανοιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξανοιχτεί | είχες ξανοιχτεί | θα έχεις ξανοιχτεί | να έχεις ξανοιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξανοιχτεί | είχε ξανοιχτεί | θα έχει ξανοιχτεί | να έχει ξανοιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανοιχτεί | είχαμε ξανοιχτεί | θα έχουμε ξανοιχτεί | να έχουμε ξανοιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξανοιχτεί | είχατε ξανοιχτεί | θα έχετε ξανοιχτεί | να έχετε ξανοιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανοιχτεί | είχαν ξανοιχτεί | θα έχουν ξανοιχτεί | να έχουν ξανοιχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξανοιγμένος - είμαστε, είστε, είναι ξανοιγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξανοιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξανοιγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξανοιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξανοιγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξανοιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξανοιγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανοίγει ο καιρός
|
Ρήμα
επεξεργασίαξανοίγω
- (κρητικά και ιδιωματικό των Δωδεκανήσων) διακρίνω,[3] κοιτάω, παρατηρώ[4] με προσοχή, με περιέργεια ή εξεταστικά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξανοίγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1349.
- ↑ 3,0 3,1 Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 979.
- ↑ Έρικα Τζαγκαράκη, «Κρητική διάλεκτος και κρητικό γλωσσάρι», Alfavita.gr (19 Φεβρουαρίου 2016)· πρόσβαση: 2021-07-27.
- ↑ Βλ. καταχώριση «Ξανοίω», στο: Γεώργιος Ν. Καζαβής, Νισύρου λαογραφικά (Νέα Υόρκη: D.C. Dirvy Publishers, 1940), σ. 193, όπου και ορισμός: «(εξανοίγω)· παρατηρώ μετά περιεργείας, εξετάζω».
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)