εξεταστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξεταστικά < εξεταστικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
εξεταστικά
- με εξεταστικό τρόπο, με εξέταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξεταστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εξεταστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξεταστικός