ξαστερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαξαστερώνω < ξάστερος
Ρήμα
επεξεργασίαξαστερώνω
- για τον ουρανό, όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, την καταχνιά και την ομίχλη και γίνεται αίθριος, όταν ξανοίγει:
- Tώρα που ξαστέρωσε ο ουρανός μπορούμε να ξεκινήσουμε
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΤο ρήμα αυτο χρησιμοποιείται στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού. Η χρήση του στα υπόλοιπα πρόσωπα είναι σπανιότατη.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαστερώνω | ξαστέρωνα | θα ξαστερώνω | να ξαστερώνω | ξαστερώνοντας | |
β' ενικ. | ξαστερώνεις | ξαστέρωνες | θα ξαστερώνεις | να ξαστερώνεις | ξαστέρωνε | |
γ' ενικ. | ξαστερώνει | ξαστέρωνε | θα ξαστερώνει | να ξαστερώνει | ||
α' πληθ. | ξαστερώνουμε | ξαστερώναμε | θα ξαστερώνουμε | να ξαστερώνουμε | ||
β' πληθ. | ξαστερώνετε | ξαστερώνατε | θα ξαστερώνετε | να ξαστερώνετε | ξαστερώνετε | |
γ' πληθ. | ξαστερώνουν(ε) | ξαστέρωναν ξαστερώναν(ε) |
θα ξαστερώνουν(ε) | να ξαστερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαστέρωσα | θα ξαστερώσω | να ξαστερώσω | ξαστερώσει | ||
β' ενικ. | ξαστέρωσες | θα ξαστερώσεις | να ξαστερώσεις | ξαστέρωσε | ||
γ' ενικ. | ξαστέρωσε | θα ξαστερώσει | να ξαστερώσει | |||
α' πληθ. | ξαστερώσαμε | θα ξαστερώσουμε | να ξαστερώσουμε | |||
β' πληθ. | ξαστερώσατε | θα ξαστερώσετε | να ξαστερώσετε | ξαστερώστε | ||
γ' πληθ. | ξαστέρωσαν ξαστερώσαν(ε) |
θα ξαστερώσουν(ε) | να ξαστερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαστερώσει | είχα ξαστερώσει | θα έχω ξαστερώσει | να έχω ξαστερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαστερώσει | είχες ξαστερώσει | θα έχεις ξαστερώσει | να έχεις ξαστερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαστερώσει | είχε ξαστερώσει | θα έχει ξαστερώσει | να έχει ξαστερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαστερώσει | είχαμε ξαστερώσει | θα έχουμε ξαστερώσει | να έχουμε ξαστερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαστερώσει | είχατε ξαστερώσει | θα έχετε ξαστερώσει | να έχετε ξαστερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαστερώσει | είχαν ξαστερώσει | θα έχουν ξαστερώσει | να έχουν ξαστερώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαστερώνω
|