ξαστέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαστέρωμα < ξαστερώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξαστέρωμα θηλυκό
- η ξαστεριά, το να καθαρίζει ο ουρανός από σύννεφα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξαστέρωμα
|
ξαστέρωμα θηλυκό
|