Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάνοιγμα τα ξανοίγματα
      γενική του ξανοίγματος των ξανοιγμάτων
    αιτιατική το ξάνοιγμα τα ξανοίγματα
     κλητική ξάνοιγμα ξανοίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξάνοιγμα < μεσαιωνική ελληνική ξανοίγω < αρχαία ελληνική ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξάνοιγμα ουδέτερο

  1. η έκθεση σε μεγαλύτερους κινδύνους
    Τι τα θες τα ξανοίγματα στο μαγαζί τέτοιες εποχές;
  2. η αλλαγή χρώματος σε κάτι πιο ανοιχτό, συνήθως για τα μαλλιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία