ίντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαίντα (ιδιωματικό)
- (κρητικά, κυπριακά και άλλες διάλεκτοι) τι (ερωτηματική αντωνυμία)
- ίντα κάνεις; - Τι κάνεις;
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ είντα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].