Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκουμπώνω < ξε + κουμπώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.kumˈbo.no/ & /kse.kuˈbo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐κου‐μπώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκουμπώνω, αόρ.: ξεκούμπωσα, παθ.φωνή: ξεκουμπώνομαι, π.αόρ.: ξεκουμπώθηκα, μτχ.π.π.: ξεκουμπωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κουμπί

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία