Ετυμολογία

επεξεργασία

ξεκουμπώνω < ξε + κουμπώνω

ξεκουμπώνω, αόρ.: ξεκούμπωσα, παθ.φωνή: ξεκουμπώνομαι, π.αόρ.: ξεκουμπώθηκα, μτχ.π.π.: ξεκουμπωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κουμπί

Μεταφράσεις

επεξεργασία