ξεκούμπωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκούμπωτος < ξεκουμπώνω + -τος < ξε- + κουμπί
Επίθετο
επεξεργασίαξεκούμπωτος
- που δεν είναι κουμπωμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξεκούμπωτα
- → δείτε τη λέξη κουμπί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκούμπωτος
|