Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακούμπωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακούμπωτ
ος
η
ακούμπωτ
η
το
ακούμπωτ
ο
γενική
του
ακούμπωτ
ου
της
ακούμπωτ
ης
του
ακούμπωτ
ου
αιτιατική
τον
ακούμπωτ
ο
την
ακούμπωτ
η
το
ακούμπωτ
ο
κλητική
ακούμπωτ
ε
ακούμπωτ
η
ακούμπωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακούμπωτ
οι
οι
ακούμπωτ
ες
τα
ακούμπωτ
α
γενική
των
ακούμπωτ
ων
των
ακούμπωτ
ων
των
ακούμπωτ
ων
αιτιατική
τους
ακούμπωτ
ους
τις
ακούμπωτ
ες
τα
ακούμπωτ
α
κλητική
ακούμπωτ
οι
ακούμπωτ
ες
ακούμπωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακούμπωτος
<
α-
+
κουμπώνω
+
-τος
<
κουμπί
Επίθετο
επεξεργασία
ακούμπωτος
που δεν είναι
κουμπωμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αθηλύκωτος
ξεκούμπωτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κουμπωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
ακούμπωτα
→
δείτε
τη λέξη
κουμπί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακούμπωτος
αγγλικά
:
unbuttoned
(en)