Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούμπωτος η ακούμπωτη το ακούμπωτο
      γενική του ακούμπωτου της ακούμπωτης του ακούμπωτου
    αιτιατική τον ακούμπωτο την ακούμπωτη το ακούμπωτο
     κλητική ακούμπωτε ακούμπωτη ακούμπωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούμπωτοι οι ακούμπωτες τα ακούμπωτα
      γενική των ακούμπωτων των ακούμπωτων των ακούμπωτων
    αιτιατική τους ακούμπωτους τις ακούμπωτες τα ακούμπωτα
     κλητική ακούμπωτοι ακούμπωτες ακούμπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακούμπωτος < α- + κουμπώνω + -τος < κουμπί

  Επίθετο επεξεργασία

ακούμπωτος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία