Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεκούμπωτος η αξεκούμπωτη το αξεκούμπωτο
      γενική του αξεκούμπωτου της αξεκούμπωτης του αξεκούμπωτου
    αιτιατική τον αξεκούμπωτο την αξεκούμπωτη το αξεκούμπωτο
     κλητική αξεκούμπωτε αξεκούμπωτη αξεκούμπωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεκούμπωτοι οι αξεκούμπωτες τα αξεκούμπωτα
      γενική των αξεκούμπωτων των αξεκούμπωτων των αξεκούμπωτων
    αιτιατική τους αξεκούμπωτους τις αξεκούμπωτες τα αξεκούμπωτα
     κλητική αξεκούμπωτοι αξεκούμπωτες αξεκούμπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξεκούμπωτος < α- + ξεκουμπώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξεκούμπωτος

  1. που δεν τον έχουν ξεκουμπώσει
  2. (προφορικό) ξεκούμπωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία