ξεκουμπίζω
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεκουμπίζω και ἀθότυρον
- διώχνω κάποιον απότομα,τον απομακρύνω με άσχημο τρόπο, να φύγει, να χαθεί
- εξαφανίζω, σκοτώνω
ξεκουμπίζω και ἀθότυρον