Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκουμπίζω < ξε και ἀκουμπῶ ίσως από το ἐξεκόμισα, τον αόριστο του ἐκκομίζω (μεταφέρω κάτι έξω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκουμπίζω και ἀθότυρον

  1. διώχνω κάποιον απότομα,τον απομακρύνω με άσχημο τρόπο, να φύγει, να χαθεί
  2. εξαφανίζω, σκοτώνω

Συγγενικά επεξεργασία